- ὀνείδισμα
- -ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Ez 36,3insult, reproach, blame
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ονείδισμα — ὀνείδισμα, τὸ (Α) [ονειδίζω] όνειδος, μομφή … Dictionary of Greek
ὀνείδισμα — insult neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδίσμασι — ὀνείδισμα insult neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδίσμασιν — ὀνείδισμα insult neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՏԻՆՔ — (տանաց.) NBH 2 0398 Chronological Sequence: Unknown date, 6c որ եւ ՆԱԽԱՏԱՆՔ (յորմէ է եւ հոլովն). ὅνειδος, ὁνειδισμός , ὁνείδισμα opprobrium, probrum, vituperatio, convicium, ignominia. Նախատելն, մանաւանդ նախատիլն, եւ առարկայ կամ նիւթ նախատանաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)